- λαφάσσω
- λαφάσσω (Μ)βλ. λαφάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαφάζω — (Μ λαφάζω και λαφάσσω) αναπνέω ασθμαίνοντας, λαχανιάζω, κοντανασαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λαφύσσω «καταπίνω», με σημασιολογική εξέλιξη] … Dictionary of Greek